τειχεσιπλήκτης

From LSJ
Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source

German (Pape)

[Seite 1080] der die Mauern schlägt, der Manerstürmer, Sp.

Greek Monolingual

ὁ, Μ
αυτός που πλήττει τα τείχη («τειχεσιπλήκτης κριός», Νικ. Χων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τείχεσι, δοτ. πληθ. της λ. τεῖχος + πλήκτης (< πλήσσω), πρβλ. ἰσχυρο-πλήκτης.