χρειώ
From LSJ
Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg
English (LSJ)
A v. χρεώ.
German (Pape)
[Seite 1370] οῦς, ἡ, ep. = χρεώ, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
χρειώ: -όος, συνῃρ. -οῦς, ἡ, Ἐπικ. ἀντὶ χρεώ. - ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γ΄, σ. 333.
French (Bailly abrégé)
όος-οῦς (ἡ) :
v. χρέω.
English (Autenrieth)
see χρεώ.
Greek Monolingual
(I)
-όος και -οῡς, ἡ, Α
(επικ. τ.) βλ. χρεώ.———————— (II)
-όω, Α χρεία
1. είμαι αναγκαίος για κάτι
2. απρόσ. χρειοῑ
είναι ανάγκη.