ὑποκίνυμι
From LSJ
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
English (LSJ)
[κῑ], Ep. for ὑποκινέω, impf.
A ὑπεκίνυον Q.S.4.510 (s. v.l.):—Pass., ποσὶν δ' ὑπεκίνυτο γαῖα Id.3.36.
Greek Monolingual
και ὑποκινύω Α
(επικ. τ.) βλ. υποκινώ.