σύνθακος
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
English (LSJ)
ον,
A sitting with or together, ἔστι γὰρ Ζηνὶ σ. θρόνων Αἰδώς partner of his throne, S.OC1267. 2 generally, partner, E.Or.1637, Hipp.1093.
German (Pape)
[Seite 1024] mit, zugleich, beisammen oder dabei sitzend, Beisitzer, Gefährte; ἔστι γὰρ καὶ Ζηνὶ σύνθακος θρόνων Αἰδὼς ἐπ' ἔργοις πᾶσι, Soph. O. C. 1269; Eur. Or. 1637.
Greek (Liddell-Scott)
σύνθᾱκος: -ον, ὁ καθήμενος μετά τινος ἢ ὁμοῦ, ἔστι γὰρ Ζηνὶ σ. θρόνων Αἰδώς, μέτοχος τοῦ θρόνου αὐτοῦ, Σοφ. Ο. Κ. 1267, πρβλ. σύνεδρος, σύνθρονος· ― καθόλου, μέτοχος, κοινωνός, Εὐρ. Ὀρ. 1637.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui siège avec, τινι.
Étymologie: σύν, θᾶκος.
Greek Monolingual
-ον, Α
βλ. σύνθωκος.