φραστήρ

From LSJ
Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φραστήρ Medium diacritics: φραστήρ Low diacritics: φραστήρ Capitals: ΦΡΑΣΤΗΡ
Transliteration A: phrastḗr Transliteration B: phrastēr Transliteration C: frastir Beta Code: frasth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A teller, expounder, τινος of or about a thing, X.Cyr.4.5.17; ὁδῶν φ. guide, ib.5.4.40, cf. Ph.2.77, Plu.2.243e: φ. ὀδόντες, = γνώμονες, the teeth that tell the age, Sch.Ar.Ra.421.

German (Pape)

[Seite 1303] ὁ, Sprecher, Andeuter, Erklärer, Jeder, der Etwas erklärt, verständlich macht, zeigt; ὁδῶν, Wegweiser, Xen. Cyr. 5, 4,40, vgl. 4, 5,17; ὀδόντες φραστῆρες, = γνώμονες, die Kennzähne, Schol. Ar. Ran. 421.

Greek (Liddell-Scott)

φραστήρ: ῆρος, ὁ (φράζω) ὁ φράζων, πληροφορῶν, δεικνύων, ὁδηγός, Ξεν. Κύρου Παιδ. 4. 5, 17· φραστὴρ ὁδῶν, ὁδηγός, αὐτόθι 5. 4. 40, πρβλ. Πλούτ. 2. 243F· ― φραστῆρες ὀδόντες, ἄλλως γνώμονες, οἱ δηλοῦντες τὴν ἡλικίαν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βάτρ. 421, Σουΐδ. ἐν λ. ἑπτέτης (πρβλ. φράτηρ).

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
qui indique, explique ou montre.
Étymologie: φράζω.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
1. αυτός που δίνει πληροφορίες για κάτι
2. φρ. α) «φραστὴρ ὁδοῡ [ή ὁδῶν]» — οδηγός
β) «φραστῆρες ὀδόντες» — τα δόντια από τα οποία διακρίνεται η ηλικία ενός ζώου (Σχόλ. Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φράζω (Ι) + κατάλ. -τήρ].