ὑστερόπους

From LSJ
Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑστερόπους Medium diacritics: ὑστερόπους Low diacritics: υστερόπους Capitals: ΥΣΤΕΡΟΠΟΥΣ
Transliteration A: hysterópous Transliteration B: hysteropous Transliteration C: ysteropous Beta Code: u(stero/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, neut. πουν, gen. ποδος,

   A coming late, ὑ. βοηθῶ Ar.Lys.326 (lyr.); ὑ. Νέμεσις AP12.229 (Strat.); Ἐρινύς Orph.A.1164.

Greek (Liddell-Scott)

ὑστερόπους: ὁ, ἡ, οὐδ. -πουν, ὁ ἐρχόμενος ὕστερον, ἀργά, ὑστ. βοηθῶ Ἀριστοφ. Λυσ. 326· ὑστ. Νέμεσις Ἀνθ. Παλατ. 12. 229· Ἐρινὺς Ὀρφ. Ἀργον. 1162 (1169).

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. όποδος
au pied tardif, lent.
Étymologie: ὕστερος, πούς.

Greek Monolingual

-ουν, Α
αυτός που έρχεται κατόπιν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. ἰσχυρό-πους].