Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τριβόλι

From LSJ
Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12

Greek Monolingual

το / τριβόλιον, ΝΜ, και τριβόλιο και τριβούλι και τρίβουλο Ν τρίβολος
είδος παλαιού αλωνιστικού οργάνου, που αποτελούνταν από χοντρές συνενωμένες σανίδες οι οποίες είχαν στο κάτω μέρος μπηγμένους αιχμηρούς πυριτολίθους και συρόταν από υποζύγια πάνω στα απλωμένα στο αλώνι σιτηρά, αλλ. δοκάνη και δοκάνα ή ντοκάνα
νεοελλ.
1. το ζιζάνιο φυτό τρίβολος, αλλ. κολλητσίδα
2. γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας tenebrionidae, τα οποία προκαλούν καταστροφές στα σιτηρά.