ὑπέρπλουτος
From LSJ
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
English (LSJ)
ον,
A = ὑπερπλούσιος, χλιδή A.Pr.466, cf. Pl.R.552b.
German (Pape)
[Seite 1201] = ὑπερπλούσιος; χλιδή, Aesch. Prom. 464; Plat. Rep. VIII, 552 b.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρπλουτος: -ον, = ὑπερπλούσιος, Αἰσχύλ. Πρ. 466, Πλάτ. Πολ. 552Β.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
excessivement ou extrêmement riche.
Étymologie: ὑπέρ, πλοῦτος.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπέρπλουτος, -ον, ΝΜΑ
πάρα πολύ πλούσιος, πάμπλουτος, ζάπλουτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + πλοῦτος (πρβλ. πάμ-πλουτος)].