φαρμακοδυναμικός
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ενέργεια και τη θεραπευτική δύναμη τών φαρμάκων
2. το θηλ. ως ουσ. η φαρμακοδυναμική
ιατρ. η μελέτη του μηχανισμού δράσης τών φαρμακευτικών ουσιών στον πάσχοντα οργανισμό
3. φρ. «φαρμακοδυναμική δοκιμασία»
ιατρ. η διερεύνηση της ψυχικής ζωής ενός ατόμου με την οξεία χορήγηση μιας ψυχοτρόπου ουσίας, για διαγνωστικούς ή ερευνητικούς σκοπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pharmacodynamic (< φάρμακο + δυναμικός)].