τελευταίος
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
Greek Monolingual
-α, -ο / τελευταῑος, -αία, -ον, ΝΜΑ
αυτός που βρίσκεται στο τέλος, ύστατος, έσχατος (α. «η τελευταία του επιθυμία ήταν ένα ταξίδι με τους φίλους του» β. «ὁδὸν τὴν τελευταίαν», Σοφ.)
νεοελλ.
1. ο κατώτερος, ο χειρότερος σε ποιότητα ή σε αξία («είναι ο τελευταίος μαθητής»)
2. (με χρον. σημ.) πρόσφατος («στην τελευταία του επίσκεψη έφερε πολλά δώρα»)
αρχ.
1. μέγιστος, ο άκρος, ο χειρότερος («ἡ τελευταία ὕβρις», Σοφ.)
2. (με επιρρμ. σημ.) τελευταίως («παρελθόντες τελευταῑοι», Θουκ.)
3. (το ουδ. εν. και σπάν. πληθ. με ή χωρίς άρθρ. ως επίρρ.) (τὸ) τελευταῑον και (τὰ) τελευταῑα
τελευταίως, εσχάτως (α. «τελευταῑόν τε προσβλέψαιμι νῡν», Σοφ.
β. «ὅτε τὰ τελευταῑα ἔλεγεν», Πλάτ.)
4. (το ουδ. με αρθρ. ως επίρρ.) επιτέλους.
επίρρ...
τελευταίως και τελευταία Ν
χρον. το τελευταίο διάστημα, πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τελευτή «έσχατο σημείο, τέρμα» + κατάλ. -αῖος (πρβλ. σπουδή: σπουδαῖος)].