τετράτροπος

From LSJ
Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράτροπος Medium diacritics: τετράτροπος Low diacritics: τετράτροπος Capitals: ΤΕΤΡΑΤΡΟΠΟΣ
Transliteration A: tetrátropos Transliteration B: tetratropos Transliteration C: tetratropos Beta Code: tetra/tropos

English (LSJ)

ἐνιαυτός,

   A with four turning-points, PMag.Lond. 122.79.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
μσν.
τετραπλός
αρχ.
αυτός που έχει τέσσερεις εποχές («κόσμον ἅπαντα τρέπουσα τετράτροπον εἰς ἐνιαυτόν», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + τρόπος (πρβλ. πεντά-τροπος)].