συχνότητα
Greek Monolingual
η / συχνότης, -ητος, ΝΜ συχνός
η ιδιότητα του συχνού, το να συμβαίνει κάτι συχνά
νεοελλ.
1. φυσ. φυσικό μέγεθος που εκφράζει πόσες φορές συντελείται ένα περιοδικό φαινόμενο σε ένα δεδομένο χρονικό διάστημα και συμβολίζεται με το λατινικό γράμμα f ή με το ελληνικό ν (α. «συχνότητα περιστροφής» β. «συχνότητα ρεύματος» γ. «συχνότητα συντονισμού» δ. «συχνότητα ταλαντώσεων» ε. «συχνότητα ήχου»)
2. (στατ.-μετεωρ.) ο αριθμός που δείχνει πόσες φορές ορισμένο φαινόμενο συνέβη κατά τη διάρκεια μιας χρονικής περιόδου
3. (ηλεκτρολ.-φυσ.) ο αριθμός τών πλήρων παλμών ενός εναλλασσόμενου ρεύματος ή ενός ηλεκτρομαγνητικού κύματος
4. φρ. α) «κυκλική συχνότητα»
(για ηλεκτρικές ταλαντώσεις και εναλλασσόμενα ηλεκτρικά ρεύματα) συχνότητα που ταυτίζεται με τη γωνιακή ταχύτητα της κυκλικής κίνησης
β) «περιοχές συχνοτήτων»
(ραδιοηλ.) αυθαίρετες υποδιαιρέσεις του φάσματος τών ραδιοσυχνοτήτων οι οποίες χρησιμοποιούνται για ορισμένους σκοπούς και καλύπτουν το τμήμα του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος που μπορεί να δεχθεί διαμόρφωση και να διαδοθεί στον χώρο ως διαμορφωμένο κύμα.