Μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible
-ή, -ό, Ν
1. μαθημ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τοπολογία («τοπολογική ιδιότητα»)
2. φρ. «τοπολογικός χώρος»
μαθημ. ο χώρος μέσα στον οποίο έχει οριστεί μια τοπολογία.
επίρρ...
τοπολογικῶς και τοπολογικά
1. με τον τρόπο της τοπολογίας
2. από την άποψη της τοπολογίας.