ταλασιουργός

From LSJ
Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰλᾰσιουργός Medium diacritics: ταλασιουργός Low diacritics: ταλασιουργός Capitals: ΤΑΛΑΣΙΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: talasiourgós Transliteration B: talasiourgos Transliteration C: talasiourgos Beta Code: talasiourgo/s

English (LSJ)

ὁ, ἡ,

   A wool-spinner, Id.Ion540c, Trypho ap.Ath.14.618d.

German (Pape)

[Seite 1065] Wolle bearbeitend, spinnend; γυνή Plat. Ion 540 c; ὁ ταλασιουργός, der Wollspinner.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰλᾰσιουργός: ὁ, ἡ, (*ἔργω) ὁ ταλασιουργῶν, ὁ κλώθων ἔρια, κατεργαζόμενος αὐτά, Πλάτ. Ἴων 540C, Ἀθήν. 618D.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui travaille ou qui file la laine.
Étymologie: ταλασία, ἔργον.

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, Α
αυτός που ασχολείται με την ταλασιουργία, δηλαδή την κατεργασία του μαλλιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταλασία «επεξεργασία ερίου» + -ουργός (< έργον), πρβλ. ιστουργός].