υπογραμμίζω
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
Ν
1. σύρω υπογραμμή κάτω από λέξη ή φράση
2. τονίζω ιδιαίτερα κάτι, αποδίδω ιδιαίτερη σημασία σε κάτι («υπογράμμισε τα σημεία λογοκλοπής»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + γράμμα + -ίζω. Το ρ. μαρτυρείται από το 1860 στον Σ. Α. Κουμανούδη].