φασματικός

From LSJ
Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό / φασματικός, -ή, -όν, ΝΜ φάσμα, -ατος]
φανταστικός, πλαστός, ψευδής
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φάσμα
2. φρ. α) «φασματική ανάλυση»
φυσ. μέθοδος ποιοτικής και ποσοτικής ανάλυσης της σύστασης τών ουσιών με βάση την μελέτη τών φασμάτων τους
β) «φασματική ακολουθία»
μαθημ. αλγεβρική κατασκευή η οποία αποτελείται από μια ακολουθία διβαθμολογημένων διαφορικών R-γραμμικών χώρων, όπου R είναι ορισμένος δακτύλιος, στην οποία κάθε Rχώρος είναι η ομολογία του προηγούμενου R-χώρου ως προς το δεδομένο διαφορικό του. Επιρρ. φασματικῶς Μ
με τη φαντασία, φανταστικά.