σφαλνώ

From LSJ
Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸν ἀφ' ἱερᾶς κινεῖν λίθον → move one's man from this line, move a piece from this line, try one's last chance, make a last ditch effort

Source

Greek Monolingual

και σφαλνάω και σφαλώ και σφαλάω Ν
σφαλίζω, κλείνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο νεοελλ. τ. σφαλώ έχει σχηματιστεί από το αρχ. σφαλίζω (< σφαλός «δεσμός»), κατά τα ρ. σε -άω, -ώ, ενώ ο τ. σφαλνώ από τον αόρ. σφάλησα του σφαλώ κατά το σχήμα πείνασα: πεινώ, θρήνησα: θρηνώ].