Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σωματεμπορία

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann

Menander, Monostichoi, 121

German (Pape)

[Seite 1060] ἡ, Sklavenhandel (?).

Greek (Liddell-Scott)

σωματεμπορία: ἡ, τὸ ἐπάγγελμα τοῦ σωματεμπόρου, ἐμπόριον δούλων, Γλωσσ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ σωματέμπορος
νεοελλ.
η προμήθεια σε άτομα ή σε οίκους ανοχής γυναικών ή ανηλίκων για ασέλγεια, αλλ. εμπόριο λευκής σάρκας
μσν.-αρχ.
το δουλεμπόριο.