τανυήκης

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰνυήκης Medium diacritics: τανυήκης Low diacritics: τανυήκης Capitals: ΤΑΝΥΗΚΗΣ
Transliteration A: tanyḗkēs Transliteration B: tanyēkēs Transliteration C: tanyikis Beta Code: tanuh/khs

English (LSJ)

ες, (ἀκή)

   A = ταναήκης, with long point or edge, ἄορ Il.14.385, Od.10.439, al.    II tapering, ὄζοι Il.16.768.

German (Pape)

[Seite 1067] ες, wie ταναήκης, mit langer Spitze, Schneide; τανύηκες ἄορ, Il. 16, 473 Od. 11, 231; auch ὄζοι, Il. 16, 768, weit ausgestreckt.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰνυήκης: -ες, (ἀκὴ) ὡς τὸ ταναήκης, ὁ μακρὰν καὶ παρατεταμένην ἔχων τὴν ἀκήν, ὁ κατὰ μῆκος ἠκονημένος, τανύηκες ἄορ. Ἰλ. Ξ. 385, Ὀδ. Κ. 439, κλπ. ΙΙ. τεταμένος, μακρός, αἵ τε πρὸς ἀλλήλας ἔβαινον τανυήκεαας ὅζους Ἰλ. Π. 768.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
1 à longue pointe, à la pointe aiguë;
2 qui s’allonge.
Étymologie: τανύω, ἀκή.

English (Autenrieth)

ες: with thin edge or point, keen, tapering, Il. 16.768.

Greek Monolingual

τανύηκες, Α
βλ. ταναήκης.