ταράτσα

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. επίπεδη στέγη στρωμένη με πλάκες, τσιμέντο ή με άλλο αδιαπέραστο από τη βροχή υλικό
2. περίκλειστος, εν μέρει, εξώστης σπιτιού, λιακωτό, δώμα
3. επίπεδη προεξοχή μιας υπερυψωμένης επιφάνειας που μοιάζει με πλατεία
4. φρ. «τήν έκανε ταράτσα»
μτφ. έφαγε πολύ και καλά, χόρτασε πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. terrazza].