τετράκνημος
From LSJ
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
English (LSJ)
ον,
A fourspoked, Pherecyd.51(b) J.; Dor. τετράκναμος, δεσμός, of Ixion's wheel, Pi.P.2.40; ἴυγξ the wryneck tied on the four-spoked wheel, ib.4.214.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à quatre rayons.
Étymologie: τέσσαρες, κνήμη.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. τετράκναμος, -ον, Α
(για τροχό) αυτός που έχει τέσσερεις ακτίνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -κνημος (< κνήμη), πρβλ. ὀκτά-κνημος].