τετράπυλος

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

τίνας ἀπέκτεινας, ὦ ἀφρονεστάτη θύγατερ; → You are completely out of your mind, daughter! Who are those you have killed?

Source

German (Pape)

[Seite 1099] vierthorig, Sp.

Greek Monolingual

-η, -ο / τετράπυλος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει τέσσερεις πύλες
2. το ουδ. ως ουσ. το τετράπυλο(ν)
α) οικοδόμημα που έχει είσοδο από τέσσερεις πλευρές
β) (κατά την αρχαιότητα) τετράπλευρο μνημείο του οποίου κάθε πλευρά έχει την όψη αψίδας θριάμβου με ένα μόνο άνοιγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -πυλος (< πύλη), πρβλ. πεντά-πυλος].