τευχοπλάστις

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τευχοπλάστις Medium diacritics: τευχοπλάστις Low diacritics: τευχοπλάστις Capitals: ΤΕΥΧΟΠΛΑΣΤΙΣ
Transliteration A: teuchoplástis Transliteration B: teuchoplastis Transliteration C: tefchoplastis Beta Code: teuxopla/stis

English (LSJ)

ιδος, ἡ,

   A making vessels, παρθένος Lyc.1379.

German (Pape)

[Seite 1101] ιδος, ἡ, fem. von τευχοπλάστης, Geräthe, Gefäße machend, Lycophr. 1379, Schol. χυτροποιός.

Greek (Liddell-Scott)

τευχοπλάστις: -ιδος, ἡ, τευχοποιός, ἡ κατασκευάζουσα τεύχη, ἀγγεῖα, τὴν τευχοπλάστιν παρθένον Λυκόφρ. 1379.

Greek Monolingual

-ιδος, ἡ, Α
αυτή που κατασκευάζει αγγεία («τευχοπλάστιν παρθένον», Λυκόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεῦχος + πλάστις, θηλ. του πλάστης (< πλάσσω)].