τόμιον
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
English (LSJ)
τό,
A victim cut up for sacrifice, over which oaths were taken, τόμιον ἐντέμνεσθαι to cut such a victim in pieces, Ar.Lys.192; τὰ τ. the parts of the victim used at this solemnity, ib.186, Antipho 5.88, Pl.Lg.753d, Arist.Ath.55.5; στὰς ἐπὶ τῶν τ. κάπρου καὶ κριοῦ καὶ ταύρου D.23.68, cf. Aeschin.2.87, Paus.5.24.9, al. 2 small log or block of wood, IG 11(2).199 A 55, 219 A 14 (Delos, iii B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
τόμιον: τό, (τομὴ) θῦμα κατατμηθὲν εἰς θυσίαν, ἐφ οὗ ἐγίνοντο ὅρκοι, τόμιον ἐντέμνεσθαι, κόπτειν τοιοῦτον θῦμα εἰς τεμάχια, Ἀριστοφ. Λυσ. 192· τὰ τόμια, τὰ μέρη τοῦ θύματος τὰ ἐν χρήσει κατὰ τοιαύτην τελετήν, αὐτόθι 186, Ἀντιφῶν, 139. 42, Πλάτ. Νόμ. 753D· στὰς ἐπὶ τῶν τομίων κάπρου καὶ κριοῦ καὶ ταύρου, καὶ τοῦτων ἐσφαγμένων ὑφ’ ων δεῖ, καὶ ἐν αἷς ἡμέραις προσήκει Δημ. 642. 18, πρβλ. Αἰσχίν. 39. 36, Παυσ. 5. 24, 9, κ. ἀλλ. ― Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις ἐν Ἀριστ. Ἀθηναίων Πολιτείαν ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 162, 177.
Greek Monolingual
τὸ, Α τομή / τόμος
1. σφάγιο που έχει τεμαχιστεί σε θυσία και πάνω στο οποίο δίνονταν όρκοι («ἵππον λαβοῡσαι τόμιον ἐντεμοίμεθα», Αριστοφ.)
2. ακατέργαστο κομμάτι ξύλου, κούτσουρο
3. στον πληθ. τὰ τόμια
τα μέρη του σφαγίου που χρησιμοποιούνται κατά την τελετή θυσίας, τα κοψίδια («καί μοι δότω τὰ τόμιά τις», Αριστοφ.).