τοξίνη

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. ιατρ. διαλυτή τοξική ουσία φυτικής, ζωικής ή μικροβιακής προέλευσης, με ειδική δράση και με ικανότητα παραγωγής αντισωμάτων
2. (βιοχ.) α) δηλητήριο που απαντά σε ορισμένους ζωντανούς οργανισμούς
β) διαλυτή τοξική ουσία, η οποία σχηματίζεται από βακτήρια
3. φρ. «ειδική τοξίνη»
(βιοχ.-βοτ.) φυτοτοξική ουσία, η οποία εκκρίνεται από ένα παράσιτο και δρα αποκλειστικά σε όλα τα φυτά του εύρους ξενιστών του παρασίτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. toxin < tox- (< λατ. toxicum «δηλητήριο» < τοξικόν, βλ. λ. τοξικός) + κατάλ. -in της χημ. ορολογίας. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ.].