τρισδείλαιος
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
English (LSJ)
ον,
A = τρισάθλιος, AP7.737.
Greek (Liddell-Scott)
τρισδείλαιος: -ον, = τρισάθλιος, ἐνθάδ’ ἐγὼ λῃστῆρος ὁ τρισδείλαιος ἄρηϊ ἐδμήθην, κεῖμαι δὲ οὐδενὶ κλαιόμενος Ἀνθ. Π. 7. 737.
Greek Monolingual
-ον, Α
τρισάθλιος, δύστηνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + δείλαιος «δειλός, άθλιος, τιποτένιος»].