τρισμάκαρ
From LSJ
ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → the mountain was in labor — even Zeus was afraid — but gave birth to a mouse
Greek (Liddell-Scott)
τρισμάκαρ: -ᾰρος, ὁ, ἡ, ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ μάκαρ, τρὶς μάκαρ, ὁ πάνυ μακάριος, Ὀδ. Ζ. 154, 155, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1332, Ἀνθ. Π., κλπ.· ― ἡ διῃρημένη γραφὴ τρὶς μάκαρ, ἰσχυρῶς ὑποστηρίζεται ἐκ τῆς φράσεως τρὶς μάκαρες καὶ τετράκις, τὸ τοῦ Οὐεργιλίου terque quaterque beati, Ὀδ. Ε. 306· πρβλ. τρισκακοδαίμων.
Greek Monolingual
-αρος, ὁ, ἡ, ΜΑ
τρισευλογημένος, αυτός που του αξίζει να τον μακαρίζει κανείς πολλές φορές («Ἰωσὴφ τρισμάκαρ, κήδευσον τὸ σῶμα Χριστοῡ τοῡ Ζωοδότου», Ακολ. Μεγ. Παρασκευής).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ- / τρι- + μάκαρ «ευτυχής, μακάριος»].