τρῦσις
From LSJ
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
English (LSJ)
εως, ἡ, (τρύω)
Greek (Liddell-Scott)
τρῦσις: ἡ, (τρύω) τὸ κατατρύχεσθαι, καταπόνησις, ἐξάντλησις, κακοπάθεια, «τρῦσις· νόσος, πόνος» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ύσεως, ἡ, Α τρύω
(κατά τον Ησύχ.) καταπόνηση, ταλαιπωρία ή αρρώστια.