τροφεύω
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
English (LSJ)
A serve as a wet-nurse, suckle, LXXEx.2.7, Ph.2.83, BGU297.16 (i A. D.), etc.: c. gen., τ. δουλικοῦ ἐγγόνου PSI10.1131.26 (i A. D.), cf. 1065.11 (ii A. D.):—so τροφ-έω, BGU1111.10 (i B. C., Pass.), 859.4 (iv A. D.); τροφέοντο (τροφόεντο cod., corr. Porson) was read by Aristarch. in Od.3.290, and τροφέοντα is v.l. in Il.15.621.
Greek (Liddell-Scott)
τροφεύω: μεταγεν. τύπος τοῦ τρέφω, Ἑβδ. (Ἔξοδ. Β΄, 7), Φίλων 2. 83· - τροφέω εἶναι ἀμφίβ. τύπος, ἴδε Λοβ. εἰς Φρύνιχον 589.
Greek Monolingual
Α τροφή / τροφός
1. τρέφω, ανατρέφω
2. (για γυναίκα) είμαι τροφός, παραμάννα («θέλεις καλέσω σοι γυναῑκα τροφεύουσαν», ΠΔ).