ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye
τρισευγενής: -ές, τρὶς εὐγενής, πάνυ εὐγενής, εὐγενέστατος, Κ. Μανασσ. Χρον. 4976.
-ές, Μ
ευγενέστατος, με πάρα πολύ ευγενή καταγωγή, με πολύ ανώτερη γενιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + εὐγενής.