υποκαίω
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
Greek Monolingual
ὑποκαίω ΝΜΑ, και αττ. τ. ὑποκάω Α
νεοελλ.
μτφ. συντελώ κρυφά στην έξαψη πάθους, υποδαυλίζω, συνδαυλίζω
μσν.-αρχ.
βάζω φωτιά κάτω από κάτι προκειμένου να το ψήσω ή να το θερμάνω (α. «ἕψουσι ὑποκαίοντες τὰ ὀστέα τῶν ἱρηίων», Ηρόδ.
β. «ὑποκαίειν τὴν χύτραν», Γαλ.)
αρχ.
1. (γενικά) ανάβω φωτιά κάτω από κάτι («πῡρ δὲ ὑποκαίειν κελεύειν», Λουκιαν.)
2. παθ. ὑποκαίομαι
α) καίγομαι λίγο
β) μτφ. διεγείρομαι από έρωτα για κάποιον («ὁ μειρακίσκος αὐτής ἀναφανδὸν ὑπεκαίετο», Παρθ.).