υποτονικός
From LSJ
ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
1. ιατρ. α) αυτός που προκαλεί υποτονία («υποτονικές παρενέργειες»)
β) αυτός που πάσχει από υποτονία
2. μτφ. αυτός που δεν έχει ένταση, που δεν δείχνει ή δεν παρουσιάζει έντονο ενδιαφέρον (α. «υποτονική θεατρική παράσταση» β. «υποτονικές διπλωματικές αντιδράσεις»)
4. φρ. «υποτονικό διάλυμα»
φυσιολ. διάλυμα με μικρότερη ωσμωτική πίεση από ένα γειτονικό διάλυμα ή από ένα διάλυμα με το οποίο συγκρίνεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hypotonic < υπ(ο)- + τονικός (< τόνος)].