υποτονικός

From LSJ

τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. ιατρ. α) αυτός που προκαλεί υποτονία («υποτονικές παρενέργειες»)
β) αυτός που πάσχει από υποτονία
2. μτφ. αυτός που δεν έχει ένταση, που δεν δείχνει ή δεν παρουσιάζει έντονο ενδιαφέρον (α. «υποτονική θεατρική παράσταση» β. «υποτονικές διπλωματικές αντιδράσεις»)
4. φρ. «υποτονικό διάλυμα»
φυσιολ. διάλυμα με μικρότερη ωσμωτική πίεση από ένα γειτονικό διάλυμα ή από ένα διάλυμα με το οποίο συγκρίνεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hypotonic < υπ(ο)- + τονικός (< τόνος)].