φαρμακοθεραπεία

From LSJ
Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid

Menander, Monostichoi, 180

Greek Monolingual

η, Ν
θεραπεία με χρήση φαρμάκων, θεραπευτική αγωγή με φάρμακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pharmacotherapy (< φάρμακο + θεραπεία)].