φοξότης
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A pointedness, tapering shape of head, Gal.17(1).822.
German (Pape)
[Seite 1298] ητος, ἡ, Spitzigkeit, spitz zulaufende Gestalt, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
φοξότης: ἡ, ὀξὺ σχῆμα, Σχόλ. εἰς Γαλην. παρὰ Daremberg. Notices et extr. des mannuscr. médicaux μέρ. 1, σ. 109, 36.
Greek Monolingual
-ότητος, ἡ, ΜΑ φοξός
η ιδιότητα του φοξού, αιχμηρότητα.