φλεβονώδης
From LSJ
μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs
English (LSJ)
A f.l. for φλεδονώδης (q. v.).
Greek (Liddell-Scott)
φλεβονώδης: πλημμελὴς γραφὴ ἀντὶ φλεβοδονώδης.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α
(εσφ. γρφ.) φλεδονώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εσφ. γρφ. αντί φλεδονώδης.