διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water
η, Ν
κυματώδης ή ταραγμένη θάλασσα είτε σε νηνεμία είτε ενώ φυσάει άνεμος από κατεύθυνση διαφορετική από εκείνην από την οποία έρχεται το κύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φουσκ-ώνω + συνδ. φωνήεν -ο- + θάλασσα + κατάλ. -ιά].