φλόνος
From LSJ
Μηδέποτε πειρῶ δύο φίλων εἶναι κριτής → Ne recipe amicos inter arbitrium duos → Versuche nie, zu schlichten zweier Freunde Streit
English (LSJ)
ὁ,
A = φλόμος, Ps.-Dsc.4.103.
German (Pape)
[Seite 1293] ὁ, s. φλόμος.
Greek (Liddell-Scott)
φλόνος: ὁ, ἴδε φλόμος.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
βλ. φλόμος.