φουστανέλα

From LSJ
Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Σιμωνίδης τὴν μὲν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει, τὴν δὲ ποίησιν ζωγραφίαν λαλοῦσαν → Simonides relates that a picture is a silent poem, and a poem a speaking picture | Simonides, however, calls painting inarticulate poetry and poetry articulate painting

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. λευκή, κοντή, φαρδιά και πολύπτυχη ανδρική φούστα, βασικό εξάρτημα της εθνικής παραδοσιακής ανδρικής φορεσιάς
2. η φούστα τών ευζώνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φουστάνι + κατάλ. -έλα (πρβλ. πιατ-έλα) ή, κατ' άλλη άποψη, < ιταλ. fustana, μέσω ενός αμάρτυρου υποκορ. fustanella].