Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φουστανέλα

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30

Greek Monolingual

η, Ν
1. λευκή, κοντή, φαρδιά και πολύπτυχη ανδρική φούστα, βασικό εξάρτημα της εθνικής παραδοσιακής ανδρικής φορεσιάς
2. η φούστα τών ευζώνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φουστάνι + κατάλ. -έλα (πρβλ. πιατέλα) ή, κατ' άλλη άποψη, < ιταλ. fustana, μέσω ενός αμάρτυρου υποκορ. fustanella].