φύλακος
διὰ τί αἱ μεγάλαι ὑπερβολαὶ νοσώδεις → why are great excesses disease-producing
German (Pape)
[Seite 1313] ὁ, poet. u. ion. statt φύλαξ; Il. 24, 566 u. sp. D., wie Ap. Rh. 1, 132; oft bei Her., z. B. im sing. 1, 84. 2, 113. Nach Aristarch ist φυλακός zu betonen; Philem. lex. 269 p. 189 Schol. Il. 24, 566.
Greek (Liddell-Scott)
φύλακος: [ῠ], ὁ, (καὶ φυλακὸς καθ’ Ἡρῳδιαν.) Ἐπικ. καὶ Ἰων. ἀντὶ φύλαξ, οὐδὲ γὰρ ἂν φυλάκους λάθοι Ἰλ. Ω. 566, καὶ συχν. παρ’ Ἡροδ., ἔν τε τῷ ἑνικῷ καὶ τῷ πληθ. π. χ. κατὰ τοῦτο τῆς ἀκροπόλιος τῇ οὐδεὶς ἐτέτακτο φύλακος 1. 84. κάτισον τῶν δορυφόρων ἐπὶ πάσῃσι τῇσι πύλῃσι φυλάκους 89., 2. 113. ΙΙ. Φύλακος, ὁ, ὡς κύρ. ὄνομα Φύλακον δ’ ἕλε λήῑτος ἥρως φεύγοντ’ Ἰλ. Ζ. 35· Ὀδ. Ο 231· οὕτω Φυλάκη, διακρινόμενον διὰ τοῦ τονισμοῦ ἀπὸ τοῦ προσηγ. φυλακή, (περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε La Roche Text-Krunk, σ. 376).
French (Bailly abrégé)
1ου (ὁ) :
c. φυλακός.
2gén. sg. de φύλαξ.
English (Autenrieth)
= φύλαξ, pl., Il. 24.566†.
Greek Monolingual
-άκου, ὁ, Α
(επικ. και ιων. τ.) φύλακας, φρουρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. της λ. φύλαξ, με μετάσταση στη θεματική κλίση, ο οποίος απαντά πιθ. και στη Μυκηναϊκή στον τ. purako. Η λ. χρησιμοποιείται και ως ανθρωπωνύμιο].