Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
η, Ν
1. φυσερό
2. κοινή ονομασία διάταξης-καλύμματος στο μέρος άρθρωσης μεγάλου οχήματος, αποτελούμενου από δύο ή περισσότερα τμήματα, η οποία μοιάζει με μεγάλο φυσερό («λεωφορείο με φυσούνα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυσούνι + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. κουδούν-α)].