φυσούνα

From LSJ
Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. φυσερό
2. κοινή ονομασία διάταξης-καλύμματος στο μέρος άρθρωσης μεγάλου οχήματος, αποτελούμενου από δύο ή περισσότερα τμήματα, η οποία μοιάζει με μεγάλο φυσερόλεωφορείο με φυσούνα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυσούνι + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. κουδούν-α)].