Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φυσούνα

From LSJ
Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78

Greek Monolingual

η, Ν
1. φυσερό
2. κοινή ονομασία διάταξης-καλύμματος στο μέρος άρθρωσης μεγάλου οχήματος, αποτελούμενου από δύο ή περισσότερα τμήματα, η οποία μοιάζει με μεγάλο φυσερόλεωφορείο με φυσούνα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυσούνι + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. κουδούν-α)].