χαβιάρι
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
Greek Monolingual
το, Ν
1. έδεσμα από παστωμένα αβγά διαφόρων ψαριών, ιδίως του οξυρρύγχου
2. φρ. α) «μαύρο χαβιάρι» — ακριβό ορεκτικό από αβγά οξυρρύγχου
β) «τον πουλάω για πράσινο χαβιάρι»
μτφ. τον εξαπατώ
γ) «κοστίζει μαύρο χαβιάρι» — είναι πολύ ακριβό
3. παροιμ. «κουμπάρε, φάε ελιές — καλό και το χαβιάρι» — λέγεται για άτομο που από αναίδεια και έλλειψη αγωγής διαλέγει για τον εαυτό του, από κάτι που προορίζεται για πολλούς, μόνον ό,τι καλύτερο υπάρχει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. havyar].