φύος

From LSJ
Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φύος Medium diacritics: φύος Low diacritics: φύος Capitals: ΦΥΟΣ
Transliteration A: phýos Transliteration B: phyos Transliteration C: fyos Beta Code: fu/os

English (LSJ)

τό,

   A = φύτευμα, Hsch. (φυός cod.).

Greek (Liddell-Scott)

φύος: τό, «φύτευμα, γέννημα» Ἡσύχ. (ἔνθα φέρεται φυός), πρβλ. Λοβεκ. Τεχν. 290.

Greek Monolingual

τὸ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «φύτευμα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φῠ- του ρ. φύω / φύομαι (για τη μορφή του θ. βλ. λ. φύω). Η ύπαρξη του σιγμόληκτου αυτού ουδ. θα μπορούσε να επιβεβαιωθεί από τα σύνθ. σε -φυής (πρβλ. μεγαλο-φυής). Ο τ. φύος, ωστόσο, απαντά μόνο στον Ησύχ.].