αεροθεραπεία

From LSJ
Revision as of 10:30, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses

Source

Greek Monolingual

η Ιατρ.
θεραπευτική μέθοδος που χρησιμοποιεί τις ιδιότητες του εισπνεόμενου αέρα, όπως τη σύνθεση και τον βαθμό της καθαρότητάς του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αήρ, -έρος + θεραπεία, πρβλ. αγγλ. aerotherapy].