Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib
-ές
αυτός που δεινοπαθεί άδικα, χωρίς να φταίει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανάξιος + -παθής < αορ. ἔπαθον του πάσχω (πρβλ. ευπαθής, ομοιοπαθής, πολυπαθής κ.ά.)].