αμφιμήκης

From LSJ
Revision as of 10:50, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source

Greek Monolingual

ἀμφιμήκης, -ες (ΑΜ)
1. άρτιος, ζυγός (αριθμός)
2. ισόμετρος κατά τα άκρα, αντίθ. ἐτερομήκης (για σχήματα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -μήκης < μῆκος (πρβλ. ἐπιμήκης, εὐμήκης, ἰσομήκης, ὑπερμήκης κ.ά.)].