αιγυπιός

From LSJ
Revision as of 11:10, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...

Source

Greek Monolingual

αἰγυπιός, ο (Α)
μεγάλο αρπακτικό πτηνό, όμοιο με γύπα (τρέφεται με ζωντανά ζώα, σε αντίθεση με τον γύπα που τρέφεται με ψοφίμια), γυπαετός, μαύρο όρνιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Ανάλογοι τ. συγγενών ΙΕ γλωσσών (αρχ. ινδ. r°ji-pya-, επίθ. προσδιοριστικό της λ. śyena «αετός, γεράκι», αβεστ. arəzi-fya- «αετός», πρβλ. Ησύχ. «ἄρξιφος
ἀετὸς παρὰ Πέρσαις», αρμεν. arcni (< arci-wi) «αετός» κ.ά.) οδηγούν στο να δεχτούμε και για την Ελληνική ένα α' συνθετικό ἀργυ-. Αντ' αυτού, με παρετυμολογική επίδραση των αἴξ και γὺψ / -πιθ. και του αἰετὸς για το α' συνθετικό- δημιουργήθηκε τελικά ο τ. αἰγυπιός.