αυτοτελής
From LSJ
σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
Greek Monolingual
-ές (AM αὐτοτελής, -ές)
1. τέλειος, πλήρης αφεαυτού, αυτάρκης
2. ανεξάρτητος, αυθύπαρκτος
αρχ.
1. απόλυτος, αυτοδύναμος
2. αυτός που επαρκεί στον εαυτό του, επαρκής, αυτοσυντήρητος
3. αυτός που φορολογεί τον εαυτό του, που καθορίζει μόνος τις υποχρεώσεις του
4. ανέκκλητος, τελεσίδικος
5. αυτός που έχει την ικανότητα ή την απόλυτη εξουσία να κάνει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -τελής < τέλος (πρβλ. ατελής, ευτελής, ισοτελής, υποτελής κ.ά.)].