ἀβίωτος

From LSJ
Revision as of 17:09, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀβίωτος Medium diacritics: ἀβίωτος Low diacritics: αβίωτος Capitals: ΑΒΙΩΤΟΣ
Transliteration A: abíōtos Transliteration B: abiōtos Transliteration C: aviotos Beta Code: a)bi/wtos

English (LSJ)

ον, (βιόω)

   A not to be lived, insupportable, ἀ. πεποίηκε τὸν βίον Ar.Pl.969; ἀ. ζῶμεν βίον Philem.93.7, cf. 90.7, Boeth.Stoic.3.266; ἀ. χρόνον βιοτεῦσαι E.Alc.242; ἀ. ᾤετ' ἔσεσθαι τὸν βίον αὑτῷ D.21.131; ἀ. ἡγουμένων τὸ καταγνωσθῆναι Phld.Mort.35:—ἀβίωτόν [ἐστι] life is intolerable, Pl.R.407a; ἀ. ζῆν Id.Lg.926b; ἀ. ἡμῖν E.Ion 670. Adv. ἀβιώτως, ἔχειν Plu.Dio6; αἰσχρῶς καὶ ἀ. διατεθῆναι Id.Sol.7.    II ἀβίωτον, τό, = κώνειον, Ps.-Dsc.4.78.

German (Pape)

[Seite 3] nicht zu leben, unerträglich, βίος Eur. Hipp. 821, ch.; Plat. Polit. 288 e, u. Redner oft, z. B. Lys. 6, 31; Aesch. 1, 183; Dem. 24, 141; χρόνος Eur. Alc. 248; αἰών Xen. Cyr. 3, 3, 24; ἀβίωτόν ἐστι, man kann nicht leben, Plat. Menex. 246 d; ἀβ. ζῆν Legg. XI, 926 b; vergl. Eur. Ion 676; Herc. F. 1257. – Adv., ἀβιώτως διετέθησαν ὑπὸ λύπης Plut. Hol. 7, sie mochten vor Traurigkeit nicht leben; ἔχειν, vom Kranken, aufgegeben sein, Dio. 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἀβίωτος: -ον, (βιόω) βίος, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ζήσῃ, ἀφόρητος, ἀβ. πεποίηκε τὸν βίον· Ἀριστοφ. Πλ. 969. ἀβ. ζῶμεν βίον· Φιλήμ. κωμ. ἄδηλα 8, 7. πρβλ. 5, 7: ἀβίωτον χρόνον βιοτεῦσαι· Εὐρ. Ἀλκ. 241. ἀβίωτον ᾤετ’ ἔσεσθαι τὸν βίον αὑτῷ· Δημ. 557 τέλ.: ― ἀβίωτόν [ἐστι] = ὁ βίος εἶναι ἀφόρητος Πλάτ. Πολ. 407Α. ὡσαύτ. ἀβίωτον ζῆν ὁ αὐτ. Νόμ. 926 Β. ἀβίωτον ἡμῖν Εὐρ. Ἴων 670. ἐπίρρ. ἀβιώτως ἔχειν Πλούτ. Δίων 6. αἰσχρῶς καὶ ἀβ. διατεθῆναι· ὁ αὐτ. Σόλ. 7. πρβλ. ἄβιος, ἀβίοτος, βιωτός.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on ne peut vivre : βίος ἀβίωτος vie intolérable, insupportable.
Étymologie: ἀ, βιόω.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [ᾰβῐ-]
I 1indigno de ser vivido, insoportable, βίος Gorg.B 11a.20, cf. Ar.Pl.969, Pl.Plt.299e, X.Mem.4.8.8, D.21.131, Longus 4.16.1, ἀβίωτον χρόνον βιοτεῦσαι E.Alc.242, cf. Phld.Mort.35
ἀβίωτον c. o sin ἐστί no merece la pena vivir ἀναπτύξω ... ἀβίωτον ἡμῖν ... ὄν te mostraré que la vida me es insoportable E.HF 1257, cf. Io 670, Pl.R.407a, ἀ. ζῆν Pl.Lg.926b, cf. Antipho 3.2.10, Lys.6.31, Aeschin.1.122, δι' αἰσχύνην ἀβίωτον ἡγεῖτο τὸν βίον ἔχειν Aesop.17.
2 de pers. carente de medios de subsistencia en uso pred. καταστήσας με ἀβίωτ[ο] ν παντελῶς PMasp.352re.6 (VI d.C.).
3 que no vive Sud.
II subst. τὸ ἀ. bot. cicuta mayor, Conium maculatum L., Ps.Dsc.4.78.
III adv. -ως de manera insufrible ἔχειν Plu.Dio 6, cf. Sol.7.

Greek Monotonic

ἀβίωτος: -ον, ζωή που δεν μπορεί κάποιος να ζήσει, αφόρητος, ανυπόφορος· ἀβίωτον πεποίηκε τὸν βίον, σε Αριστοφ.· ἀβίωτον χρόνον βιοτεῦσαι, σε Ευρ.· ἀβίωτόν (ἐστι), η ζωή είναι ανυπόφορη, σε Ευρ., Πλάτ.· επίρρ., ἀβιώτως ἔχειν, βρίσκω την ζωή ανυπόφορη, σε Πλούτ.